- δαιτροσύνη
- δαιτροσύνη: art of carving and distributing, Od. 16.253†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
δαιτροσύνη — δαιτροσύνη, η (Α) [δαιτρός] η τέχνη τού δαιτρού*, τού να κόβει και να μοιράζει κάποιος το κρέας … Dictionary of Greek
δαιτροσυνάων — δαιτροσυνά̱ων , δαιτροσύνη art of carving meat into portions fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)